βλέμμα, το
Ερμηνεία:
[του βλέμματος, τα βλέμματα] [η εστίαση των ματιών σε κάποιο στόχο, το κοίταγμα, η έκφραση των οφθαλμών, καθώς στρέφουν την προσοχή τους σε κάποιο αντικείμενο ή άνθρωπο]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) βλέπω (κοιτάζω)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸν ἔρωτα, μὲ τὴν γειτόνισσαν τὴν Πολυλογού, διὰ νὰ ...[Ο έρωτας στα χιόνια].
ὄχι πολὺ οἰνοβαρής, ἔρριπτε βλέμμα εἰς τὰ παράθυρα τῆς Πολυλογοῦς, ... [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|